Σας παρουσιάζουμε ένα απόσπασμα από το ιστορικό μυθιστόρημα για τον Γρηγόρη Αυξεντίου, τον Αετό του Μαχαιρά, τον Μαΐστο του Ηρωικού Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, γραμμένο από τον Συναγωνιστή Νικόλαο Λεμοντζή.
Το βιβλίο διατίθεται από το Ανεξάρτητο Ίδρυμα Γεωπολιτικών και Ιστορικών Σπουδών. Σχετικές πληροφορίες μπορείτε να λάβετε, από Δευτέρα έως Παρασκευή και ώρα 9:00 - 21:00 στο τηλέφωνο: 6945663592
Το αμάξι διέσχιζε αργά τα βρωμισμένα σοκάκια. Ο Πιερής κοιτούσε από το παράθυρο και αναθυμόταν τις στιγμές της ζωής του που ήταν πιο σημαντικές. Αναμφίβολα, η γέννηση των παιδιών του κατείχε τα πρωτεία. Έβλεπε καθαρά τα παιδιά του να μεγαλώνουν, να πηγαίνουν σχολείο. Σα χθες έμοιαζε που ο γιος του είχε φύγει για την μητέρα Ελλάδα, να σπουδάσει και να καταξιωθεί.
Πρέπει να είχαν περάσει μόλις λίγες ώρες από την πρώτη φορά που είδε τη φωτογραφία του καταζητούμενου παιδιού του με την επικήρυξή του. Λίγα λεπτά πριν του φαινόταν πως τον ανέκριναν για να προδώσει τη θέση του. «Ανόητοι Εγγλέζοι», μονολόγησε.
Ο οδηγός πήρε για λίγο από το δρόμο τα μάτια του. Σα φίλος της οικογένειας έπρεπε να είναι παρών. Ήθελε να είναι παρών. Ξερόβηξε και συνέχισε να οδηγάει.
Λίγα λεπτά αργότερα έφτασαν μπροστά από το στρατιωτικό νοσοκομείο. Το αμάξι σταμάτησε μαλακά μπροστά στην είσοδο και ο Πιερής άνοιξε την πόρτα.
«Πιερή».
Γύρισε προς το φίλο του.
«Κουράγιο».
Ο Πιερής χαμογέλασε αδέξια και κίνησε προς τον εσωτερικό χώρο. Αφού έδωσε τα χαρτιά του τον άφησαν να περιμένει μαρτυρικά για λίγη ώρα και μετά δυο φρουροί τον συνόδεψαν στο εσωτερικό του κτηρίου. Είχε πια χαθεί από τα μάτια του.
Οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα και το κρύο του νεκροτομείου του διαπέρασε τα κόκκαλα. Κοίταξε μπρος του και του φάνηκε πως ο γιος του έπαιζε μπροστά στα μάτια του. Δεν θα ήταν 8 χρονών. Στο μυαλό του ήρθαν οι ερωτήσεις που του έκανε όταν ήταν μικρός. Τόσο πάθος για τη λευτεριά. Τόση αγάπη για την πατρίδα. Έκανε μερικά βήματα μπροστά. Ένας νοσοκόμος τράβηξε το σεντόνι από το άψυχο σώμα. Ο Πιερής έστρεψε το βλέμμα του σε αυτό. Το περιεργάστηκε αμίλητος για λίγη ώρα. Μια άμορφη μάζα από κόκκαλα και καμένες σάρκες βρισκόταν μπροστά του. Πήρε μια ανάσα και χαμογέλασε.
«Λοιπόν»; Τον ρώτησε ο επικεφαλής.
«Όχι», είπε χαμογελώντας.
Οι άγγλοι σάστισαν. «Τι εννοείς; Δεν είναι ο Γρηγόρης Αυξεντίου; Δεν είναι ο γιος σου;», είπε με τρόμο στη φωνή. Και μόνο η σκέψη ότι ήταν κάπου έξω ζωντανός τους έκανε να πανικοβληθούν.
«Όχι, δεν είναι αυτός», είπε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.
Περπάτησε για λίγο διατηρώντας το χαμόγελο στο πρόσωπό του ενώ πίσω του άκουγε τον πανικό να μεταφέρεται από στόμα σε στόμα. «Ο Αυξεντίου είναι ακόμη ζωντανός». Χαμογέλασε στους φρουρούς στην πόρτα, πήρε τα χαρτιά του και μπήκε στο αμάξι που τον περίμενε.
Ο οδηγός τα έχασε, βλέποντας το φίλο του να χαμογελάει.
«Κύριε Πιερή; Μα εσύ χαμογελάς! Δεν ήταν ο Γρηγόρης;», είπε με χαρά και ελπίδα.
«Βάλε μπρος να φύγουμε», είπε ο Πιερής.
Ο οδηγός δεν καθυστέρησε άλλο. Πάτησε το γκάζι και άρχισε να απομακρύνεται. Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω γύρισε να κοιτάξει το φίλο του που δάκρυζε.
«Σταμάτα το αμάξι», του είπε εκείνος.
Έκανε στο πλάι και τον κοίταξε στα μάτια.
«Είναι νεκρός, έτσι;»
Ο Πιερής ξέσπασε σε γοερά κλάματα, σε τέτοια που μόνο ένας γονιός χύνει για το παιδί του.
«Μα δεν καταλαβαίνω», του είπε. «Εσύ γελούσες», έκανε με απορία.
Ο Πιερής μάζεψε το κουράγιο του και ξερόβηξε.
«Χαμογελούσα γιε μου γιατί δεν ήθελα να με δουν οι σκύλοι να κλαίω. Δεν θα τους έδινα αυτή την ικανοποίηση. Ο γιος μου πέθανε για την πατρίδα και πιστεύω πως έδωσε το παράδειγμα που πρέπει να ακολουθήσουν οι υπόλοιποι».