Η
εκτεταμένη εργογραφία του Χανς Φρήντριχ Γκύντερ πράγματι υπήρξε ευθέως ανάλογη
της επιστημονικής του πολυμάθειας και αποτυπώνει το ιδιότυπο, λεπτολόγο και
πολυσύνθετο ύφος του. Ο πολυμαθής Γκύντερ σπούδασε συγκριτική γλωσσολογία,
γεωγραφία και ζωολογία στο πανεπιστήμιο του Φράϊμπουργκ, υπήρξε επιφανής φυλογνώστης
της μεσοπολεμικής περιόδου, συνέγραψε δε πληθώρα βιβλίων και εγχειριδίων. Δίδαξε
φυλογνωσία, ανθρώπινη βιολογία και εθνογραφία στα πανεπιστήμια της Ιένας, του Φράϊμπουργκ
και του Βερολίνου. Μεταπολεμικά συνέχισε να συγγράφει νέα έργα του (όπως ο
«Ιστορικός βίος του ελληνικού λαού» το 1956), αλλά επανεξέδωσε τροποποιημένα
και παλαιότερα έργα του, όπως το υπό έκδοση βιβλίο, για τις θρησκευτικές αντιλήψεις
των Ινδοευρωπαίων, που γνώρισε επτά εκδόσεις από το 1934 έως το 1989.
Το
κείμενό του εν λόγω βιβλίου ξεκίνησε σαν διάλεξη με τίτλο «Ευσέβεια βορείου
είδους», η οποία παρουσιάστηκε τον Μάιο του 1934 σε μια ημερίδα της «Ομάδας
Εργασίας του Κινήματος Γερμανικής Πίστης». Στο έργο του αυτό ο συγγραφέας χρησιμοποιεί
πολλούς νεολογισμούς καθώς και αρχαίες γερμανικές λέξεις με θεολογικές
συνεκδοχές, αποπειρώμενος να αποδώσει τα υπό εξέταση ζητήματα πέρα από κάθε
ξένη επιρροή, έστω και λεκτικής διάστασης (όπως π.χ. η χρήση της γερμανικής
λέξης Frömmigkeit αντί της λατινογενούς Religiosität). Σύμφωνα
με την αντίληψη του συγγραφέα το «ινδοευρωπαϊκό πνεύμα» ανιχνεύεται και
εξετάζεται μεθοδικά και με λεπτολόγο παρατήρηση όχι μόνο με την προσέγγιση των
αρχαίων κειμένων και πηγών, αλλά συνάμα και με την αναγωγή στα έργα των
νεοτέρων, όπως π.χ. των Σαίξπηρ, Βίνκελμαν και Χέλντερλιν.
Ο Γκύντερ με γλαφυρή αφηγηματικότητα
ταξιδεύει τον αναγνώστη στον χώρο και στον χρόνο. Κινούμενος άνετα «από το
Μπενάρες έως το Ρέϊκιαβικ», από τους ινδικούς μύθους μέχρι τα ισλανδικά έπη,
ανασυνθέτει πολυάριθμα ιστορικά, φιλοσοφικά και θρησκειολογικά δεδομένα, ενώ μεθερμηνεύει
την μυθολογία με επιστημονικό μεθοδικό τρόπο, σχηματοποιώντας ένα ευέλικτο
κοσμοθεωρητικό πλαίσιο για την πληρέστερη και ουσιώδη
κατανόηση της «ινδοευρωπαϊκής ευλάβειας» και την διαχρονική σχέση των
Ινδοευρωπαίων με το θείο.
Χρησιμοποιώντας πορίσματα της
συγκριτικής θρησκειολογίας διακρίνει θεμελιώδη χαρακτηριστικά στην βιωματική
έκφραση των ινδοευρωπαϊκών θρησκειών (που διακρίνονται από μιαν άδολη
φυσικότητα και συμπαγή εγκοσμιότητα, δίχως εκστασιασμούς, μυστικοπάθεια και
φρενίτιδα), ενώ τις συγκρίνει και τις διαφορίζει από τις λοιπές θρησκευτικές
αντιλήψεις των μη ινδοευρωπαϊκών λαών. Τέλος σκιαγραφεί τα θεμελιώδη και απαραίτητα
συστατικά του ινδοευρωπαϊκού πνεύματος (ισορροπία, αυτοέλεγχο και ακλόνητο χαρακτήρα),
τα οποία είναι αναγκαία και ικανά για την πραγμάτωση της δελφικής προσταγής
«γνώθι σαυτόν!», ώστε ο δοκιμαζόμενος από το πεπρωμένο ήρωας να καταστεί εν
τέλει άξιος κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού.