Α
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Αλέξανδρε, ελθέ!
Μια φορά κι έναν καιρό, τότε που οι άνθρωποι και οι θεοί μιλούσαν αναμεταξύ
τους όπως ο ήλιος με την σελήνη και τα άστρα, ήταν μια θάλασσα. Κι ήταν κι ένας
βασιλιάς. Η θάλασσα ήταν πολύ παλιά και γαλάζια σαν την ουράνια σφαίρα. Όταν ο
βασιλιάς ήταν ακόμη βασιλόπουλο, όμορφο, λένε, σαν τον ήλιο, είχε χρυσάφι πολύ,
κι ο κύρης του φρόντισε, για να μάθει τον νου και τους τρόπους των ανθρώπων. Τους
τρόπους των θεών τους ήξερε από το αίμα της μάνας του που τον έπιασε χορεύοντας
μέχρι που ενώθηκε με τον Πατέρα θεών κι ανθρώπων. Κι όταν ο κύρης του σκοτώθηκε
από χέρι δικό, κι έγινε ατός του βασιλέας, καβαλίκεψε το άτι του, αυτό που το
έκανε δικό του στρέφοντας το κεφάλι του στον ήλιο, για να μην βλέπει την σκιά
του και τρομάζει, και διάβηκε με τον στρατό του την θάλασσα. Γιατί πέρα από την
θάλασσα, βρίσκονταν του βασιλείου του η σκιά, ο κόσμος που απειλούσε και γύρευε
να διαγουμίσει τον δικό του κόσμο. Ο βασιλιάς, Αλέξανδρος το όνομά του,
πολέμησε όπως κανείς πριν απ’ αυτόν, και
κανείς μετά. Οι λαοί που κυρίευσε, σχίζοντας το σεντόνι που τους
κρατούσε τυφλούς και δεμένους, λευτερωμένοι από τον ζυγό της ανατολίτικης
δουλείας, έμαθαν πώς είναι ο ελεύθερος άνθρωπος, και τον είπανε θεό τους. Αφού
είδε τις πόλεις των ανθρώπων κι έχτισε δικές του, άφησε φρουρές για να θυμίζουν
στους ανθρώπους πώς να ζουν σαν Έλληνες, κι έσπειρε Ελληνόπουλα με μάτια
γαλάζια σαν την ουράνια σφαίρα, και μαλλιά βαμμένα απ’ τον ήλιο τον ίδιο, να
θυμίζουν το όνομά του, Ισκαντέρ, όταν αυτός θα έχει λείψει. Κι έγειρε κάποτε,
και γύρισε στον Πατέρα του, κι έγινε ένα με το φως του, θεός και γιος ανθρώπου.
Μα άφησε διαθήκη, όποιος τον ζητά να τον βρίσκει, αρκεί να πιστεύει ότι ΖΕΙ.
Η ιστορία του Αλεξάνδρου, του γιου του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου και της
Ηπειρώτισσας βασιλοπούλας Ολυμπιάδας, συναρπάζει τους ανθρώπους από τότε που ο
μεγαλύτερος στρατηλάτης που γέννησε το ανθρώπινο είδος, ζούσε ακόμη ανάμεσα
στους ανθρώπους. Όσοι δεν πιστεύουν στο Καλό των Ανθρώπων, καθρεφτίζουν στις
πράξεις του την δική τους ευτέλεια, μη θέλοντας να καταβάλουν την προσπάθεια η
οποία χρειάζεται για να απλωθεί ο νους και το σώμα του ανθρώπου στο σύνορο των
δυνατοτήτων του. Όσοι δεν τον τιμούν, αρνούνται να δεχθούν πως Θεός και
Άνθρωπος γίνονται κάποτε ένα, επιτρέποντας στους θνητούς να μάθουν πώς είναι η
δύναμη του ανθρώπου σαν αγγίξει την θεϊκή χορδή που τον διατρέχει.
Όταν το σώμα του ισόθεου άδειασε από την ανθρώπινη ζωή του, κείνο το
καλοκαίρι του 323 π. Χ. , και «ελαφρύ σαν μικρή ασπίδα» το κήδευσε ο Πτολεμαίος
ο Λάγου, αυτός που θα ονομαζόταν ως βασιλεύς, Σωτήρ, οι Βασίλειες εφημερίδες
της εποχής έγραψαν πως στο κρασί του έσταξαν φαρμάκι φερμένο από την πατρική
του γη. Όσοι πήραν μαζί του τον μακρύ δρόμο από την Πέλλα ως την Βακτριανή,
ορκίζονταν πως ο βασιλέας γεύτηκε στα 33 χρόνια του το πικρό φιλί της
προδοσίας, λίγους αιώνες, μόνο, πριν γευτεί το ίδιο φιλί που θα έστελνε στον
θάνατο, στην ζωή, τον Χριστό Ιησού από την Γαλιλαία, στην γη της Παλαιστίνης, ,
κι ενώθηκε με τον Πατέρα Του, στα 33 του χρόνια, έχοντας γευθεί στα χείλη του
το όξος των ανθρώπων.
Πόσην αγαλλίαση έφερε στην οικουμένη εκείνο το «μειράκιο» όπως τον
αποκαλούσε με αγάπη ο δάσκαλός του Αριστοτέλης ! Πόση αγάπη, θαυμασμό, και έλξη
ανυπέρβλητη, ώστε ο νιούτσικος βασιλές να κατοικεί ως σήμερα στον νου και στις
φλέβες της ! Στον ηλιοπρόσωπο Αλέξανδρο, πυκνώθηκε ολόκληρη η Ελλάδα.
Απολλώνιος, ως γιος του κριοκέρατου ‘Αμμωνος Διός, και συνάμα Διονυσιακός.
Γιατί ο Διόνυσος, αδελφός του από Πατέρα, ήταν αυτός που ίδρυσε στην Αίγυπτο το
μαντείο του, εκεί όπου ένας άλλος έμπλεος Θεού Έλληνας, ο Ηρακλής, πήγε να
συναντήσει τον ενδεδυμένο το δέρας και την κεφαλή του κριαριού, πατέρα του, πριν
μεταστεί, προδομένος κι αυτός από φαρμάκι, στα 33 του χρόνια.
Ο πιστός του Πτολεμαίος έκανε, λέει η Ιστορία, στρατό τριάντα χιλιάδων, να
φυλάγουν το μνημούρι του από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, όπως -καταπώς
γράφει ο Ησίοδος-, τριάντα χιλιάδες είναι οι «αθάνατοι Ζηνός φύλακες θνητών
ανθρώπων» αυτοί που, αόρατοι άγγελοι, παρακολουθούν των θνητών τα έργα.
Σε συνέντευξη που μου παρεχώρησε για την εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ (φ.207, 1-7-2017)
η αρχαιολόγος κυρία Λιάνα Σουβαλτζή, η οποία αφιέρωσε την ζωή της στον μέγιστο
των Ελλήνων (η ανασκαφή της στην Αίγυπτο ξεκίνησε το 1989, και στις 29
Ιανουαρίου 1995 η Αιγυπτιακή κυβέρνηση ανακοίνωσε επισήμως, ότι στην όαση Σίουα
ανακαλύφθηκε ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου), μου είπε πολλά ενδιαφέροντα και
αποκαλυπτικά. Θα καταθέσω εδώ δυο αποστροφές.
Η πρώτη είναι πως, στην έρημο Σίουα, όταν γεννιόταν κάποιο μωράκι με
ανοικτά χρώματα, λέγανε «γεννήθηκε ένας μικρός Αλέξανδρος!», και οι γυναίκες
έβαζαν νομίσματα με την μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου για φυλακτά στα μωρά τους,
για να πάρουν κάτι από την ανδρεία του». Να έκαναν το ίδιο, να ένιωθαν το ίδιο
και οι Έλληνες της Ελλάδος!..
Κι η δεύτερη:«-Αν τότε δεν μας είχαν δημιουργήσει το πρόβλημα και
συνεχίζαμε κανονικά, εμείς θα είχαμε βγάλει τον Αλέξανδρο στο φως. Πιστεύω
ακράδαντα ότι η μοίρα της Ελλάδος μετά από αυτό το γεγονός δεν θα είχε πάρει
τον δρόμο που έχει πάρει σήμερα.
-Πιστεύετε ότι είναι ένας μεταφυσικός φόβος; Σαν να προσπαθεί η γη μας, να
μας τονώσει το ηθικό και να μας θυμίσει ποιοι πραγματικά είμαστε, και οι κυβερνήσεις
να προσπαθούν να μην έρθει στην επιφάνεια;
– Ακριβώς. Έπαιξαν τέτοιο ρόλο, που πιστεύω ότι το όνομα Μεγάλος Αλέξανδρος
τους φοβίζει. Μακάρι σήμερα στα χάλια που είμαστε να εμφανιζόταν ένας νέος
Αλέξανδρος που θα αναλάμβανε τα ηνία της Χώρας, μήπως και βλέπαμε φως».
Σε αυτούς τους χρόνους τους δίσεκτους, τους οργισμένους μήνες που διαβαίνει
το Έθνος μας, η Ιστορία του Μεγαλέξανδρου, η εικόνα του κι ο μύθος του, ας
γίνει φάρος και οδηγός στον νου και στην καρδιά μας.
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας Έλληνας βασιλιάς που τον
έλεγαν Αλέξανδρο, κι η Ιστορία τον αποκάλεσε Μεγάλο. Κι ήταν νιούτσικος και
όμορφος σαν τον ήλιο. Και σαν τον ήλιο που γέρνει τις νύχτες να ξαποστάσει, κι
αφήνει στον ουρανό τις φρυκτωρίες των άστρων, για να παρηγορούν τους θνητούς
μέχρι τον ερχομό του, έτσι κι αυτός, αθάνατος σαν τον ήλιο, ΖΕΙ.
Κι αν σας ρωτήσουν, να το πείτε, να ακούσει το «ανάστα!»
και να ‘ρθεί, πως ΖΕΙ, ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει.
ΕΙΡΗΝΗ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
Αρχαιολόγος
Διευθύντρια της Εθνικής Εφημερίδος ΕΜΠΡΟΣ